bn:00021863n
Noun Concept
EL
κωνοφόρα  κωνοφόρο δένδρο  κωνοφόρο δέντρο  κωνοφόρων  pinopsida
EL
Κάθε δένδρο ή θάμνος που ανήκει στην κατηγορία των γυμνοσπέρμων και φέρει κουκουνάρια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources