bn:00021903n
Noun Concept
EL
ζευκτήρας  συνδετήρας  συνδετήρ  σύνδεσης
EL
Στοιχείο ή όργανο που συνδέει τα τμήματα μιας κατασκευής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources