bn:00022115n
Noun Concept
EL
επαφή  πρόσκρουση  προσκρούει
EL
Η σύγκρουση, επαφή δύο ή περισσοτέρων πραγμάτων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η σύγκρουση, επαφή δύο ή περισσοτέρων πραγμάτων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations