bn:00022137n
Noun Concept
EL
μόλυνση  ρύπανση
EL
Η ενέργεια του ρυπαίνω ή μολύνω, βαθμιαία ρύπανση του περιβάλλοντος από ουσίες που είναι βλαβερές για τον άνθρωπο και τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του ρυπαίνω ή μολύνω, βαθμιαία ρύπανση του περιβάλλοντος από ουσίες που είναι βλαβερές για τον άνθρωπο και τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet