bn:00022212n
Noun Concept
EL
συστροφή  σύσπαση  στρεβλότητας
EL
Σχήμα ή θέση που έχει υποστεί στρίψιμο ή σύσπαση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σχήμα ή θέση που έχει υποστεί στρίψιμο ή σύσπαση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations