bn:00022508n
Noun Concept
EL
κόπρα  kopra  αποξηραμένη ψίχα καρύδας  καρυδόψιχα  ξηρά κοκοκάρυδα
EL
Αποξηραμένη ψίχα καρύδας από την οποία εξάγεται το λάδι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αποξηραμένη ψίχα καρύδας από την οποία εξάγεται το λάδι Greek Open Multilingual WordNet
BabelNet
EL
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations