bn:00022841n
Noun Concept
EL
αποκατάσταση  διόρθωση  επανόρθωση
EL
Η ενέργεια του διορθώνω, ο έλεγχος, επισήμανση κάποιου λάθους, βλάβης και η αποκατάστασή της Greek Open Multilingual WordNet
English:
law
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του διορθώνω, ο έλεγχος, επισήμανση κάποιου λάθους, βλάβης και η αποκατάστασή της Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet