bn:00022867n
Noun Concept
EL
διάδρομος  διάδρομο
EL
Στενός και μακρύς χώρος για την ανεξάρτητη επικοινωνία των δωματίων ενός σπιτιού ή των διαμερισμάτων ενός ορόφου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Στενός και μακρύς χώρος για την ανεξάρτητη επικοινωνία των δωματίων ενός σπιτιού ή των διαμερισμάτων ενός ορόφου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations