bn:00023015n
Noun Concept
EL
πλευρικός χόνδρος  πλευρικούς χόνδρους
EL
Το κόκαλο που συνδέει τις πλευρές με το στέρνο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το κόκαλο που συνδέει τις πλευρές με το στέρνο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations