bn:00023101n
Noun Concept
Categories: Έπιπλα
EL
καναπές  καναπέ  καναπέδες
EL
Το επίμηκες άνετο κάθισμα με ράχη και συνήθως με μπράτσα, στο οποίο κάθονται πολλά άτομα Greek Open Multilingual WordNet
English:
furniture
Definitions
Relations
Sources
EL
Το επίμηκες άνετο κάθισμα με ράχη και συνήθως με μπράτσα, στο οποίο κάθονται πολλά άτομα Greek Open Multilingual WordNet
Ένας καναπές ή ντιβάνι είναι ένα έπιπλο για το καθιστικό με τη μορφή ενός πάγκου, με ή χωρίς μπράτσα, που είναι εν μέρει ή εξ ολοκλήρου από ταπετσαρία ή δέρμα, και συχνά είναι εξοπλισμένος με ελατήρια και προσαρμοσμένα μαξιλάρια. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations