bn:00023364n
Noun Concept
EL
σκεπαστή γέφυρα  καλυμμένες γέφυρες  καλύπτονται γέφυρα
EL
Γέφυρα της οποίας το πέρασμα προστατεύεται από οροφή και προστατευτική περίφραξη στα πλαϊνά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources