bn:00023571n
Noun Concept
EL
βίαιη σύγκρουση  συντριβή
EL
Σύγκρουση οχημάτων, τρακάρισμα, το αυτοκινητικό ατύχημα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σύγκρουση οχημάτων, τρακάρισμα, το αυτοκινητικό ατύχημα Greek Open Multilingual WordNet
HAS KIND
DERIVATION
Greek Open Multilingual WordNet