bn:00023634n
Noun Concept
EL
κρέμα  αλοιφή  μαλακτικός
EL
Είδος προσωπικής υγιεινής από διάφορα συστατικά που έχει μορφή κρέμας και ανακουφίζει, καταπραΰνει και ενυδατώνει την περιοχή του δέρματος στην οποία απλώνεται Greek Open Multilingual WordNet
English:
pharmacy
pharmaceutical
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος προσωπικής υγιεινής από διάφορα συστατικά που έχει μορφή κρέμας και ανακουφίζει, καταπραΰνει και ενυδατώνει την περιοχή του δέρματος στην οποία απλώνεται Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations