bn:00023691n
Noun Concept
EL
κοίτη ποταμού  κοίτη ρυακιού  κοίτη χειμάρρου  κοίτη  κοίτη του ποταμού
EL
Κοιλότητα του εδάφους, σαν αυλάκι, όπου ρέει ρυάκι ή χείμαρρος ή ρεύμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources