bn:00023843n
Noun Concept
EL
ανάπηρος  σακατεύω
EL
Κάποιος που δε διαθέτει σωματική ακεραιότητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάποιος που δε διαθέτει σωματική ακεραιότητα Greek Open Multilingual WordNet
DERIVATION
DIFFERENT FROM
SAID TO BE THE SAME AS
USAGE DOMAIN
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations