bn:00024054n
Noun Concept
EL
κοράκι
EL
Είδος πουλιού που είναι μαύρο, μεσαίου μεγέθους και έχει χαρακτηριστικό σκληρό ράμφος και τραχιά φωνή Greek Open Multilingual WordNet
English:
animal
bird
zoology
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος πουλιού που είναι μαύρο, μεσαίου μεγέθους και έχει χαρακτηριστικό σκληρό ράμφος και τραχιά φωνή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations