bn:00024140n
Noun Concept
EL
αναμορφωτής  μεταρρυθμιστής  meliorist  κοινωνικός μεταρρυθμιστής  ρεφορμιστική
EL
Το πρόσωπο που επιφέρει μεταρρυθμίσεις ή επιζητεί ριζικές αλλαγές για τη βελτίωση μιας καταστάσεως Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources