bn:00024177n
Noun Concept
EL
κρύπτη  κρύπτες
EL
Η υπόγεια και θολωτή συνήθως κατασκευή, που χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο και ως λατρευτικούς χώρους οι πρώτοι Χριστιανοί Greek Open Multilingual WordNet
English:
architecture
Definitions
Relations
Sources