bn:00024319n
Noun Concept
Categories: Εξοπλισμός επιβολής νόμου, Ερωτικά βοηθήματα
EL
χειροπέδες  χειροπέδη  handlock
EL
Καθένας από τους δύο μεταλλικούς κρίκους που συνδέονται μεταξύ τους με αλυσίδα και που περνούν στους καρπούς των συλληφθέντων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθένας από τους δύο μεταλλικούς κρίκους που συνδέονται μεταξύ τους με αλυσίδα και που περνούν στους καρπούς των συλληφθέντων Greek Open Multilingual WordNet
Οι χειροπέδες είναι συσκευές περιορισμού που έχουν σχεδιαστεί για να συγκρατούν κοντά τους καρπούς ενός ατόμου. Wikipedia
Συσκευές φυσικού περιορισμού Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Translations