bn:00024370n
Noun Concept
EL
καλλιέργεια  βακτηριακή καλλιέργεια  καθαρή καλλιέργεια  μικροβιακής καλλιέργειας  μικροβιολογική καλλιέργεια
EL
(βιολ.) μέθοδος εξέτασης μικροοργανισμών, σε κατάλληλο θρεπτικό περιβάλλον και θερμοκρασία, με σκοπό τη μελέτη και αναγνώρισή τους Greek Open Multilingual WordNet
English:
microbiology
Definitions
Relations
Sources