bn:00024512n
Noun Concept
EL
άνεμος  ρεύμα
EL
(μεταφορικά) για έντονες τάσεις που προμηνύουν κάτι (το οποίο ακολουθεί σε γενική πτώση) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(μεταφορικά) για έντονες τάσεις που προμηνύουν κάτι (το οποίο ακολουθεί σε γενική πτώση) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary