bn:00024541n
Noun Concept
EL
αυλή  περίβολος  περίγυρος  προάυλιο  περίβολός
EL
Ο ανοιχτός περιφραγμένος χώρος μπροστά, πίσω ή γύρω από ένα σπίτι ή άλλο κτίσμα Greek Open Multilingual WordNet
English:
land
Definitions
Relations
Sources