bn:00024586n
Noun Concept
EL
κράτηση  detainment  δικαστική επιμέλεια  κράτησης
EL
Κατάσταση περιορισμού (συνήθως για μικρό χρονικό διάστημα) Greek Open Multilingual WordNet
English:
imprisonment
Definitions
Relations
Sources