bn:00024591n
Noun Concept
EL
συνήθεια  έθιμο  εθιμικό δίκαιο
EL
Ενέργεια που με τη συχνή επανάληψη έχει κατά κάποιο τρόπο τυποποιηθεί Greek Open Multilingual WordNet
English:
law
Definitions
Relations
Sources
EL
Ενέργεια που με τη συχνή επανάληψη έχει κατά κάποιο τρόπο τυποποιηθεί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Translations