bn:00024650n
Noun Concept
EL
κοτολέτα
EL
Μικρό κομμάτι από κρέας (κυρίως από μοσχάρι) συνήθως τηγανησμένο ή ψητό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρό κομμάτι από κρέας (κυρίως από μοσχάρι) συνήθως τηγανησμένο ή ψητό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations