bn:00024978n
Noun Concept
EL
δάκτυλος
EL
Στη νεοελληνική μετρική, τρισύλλαβη μετρική μονάδα με τονισμένη την πρώτη συλλαβή και άτονες τις δύο επόμενες Greek Open Multilingual WordNet
English:
poetry
foot
Definitions
Relations
Sources
EL
Στη νεοελληνική μετρική, τρισύλλαβη μετρική μονάδα με τονισμένη την πρώτη συλλαβή και άτονες τις δύο επόμενες Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikipedia Translations