bn:00025082n
Noun Concept
EL
βλάβη  ζημιά  τραύμα  πληγώνω
EL
Η ενέργεια του τραυματίζω κάποιον ή προκαλώ ζημιά σε κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του τραυματίζω κάποιον ή προκαλώ ζημιά σε κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations