bn:00025093n
Noun Concept
EL
δαμάσκο  δαμασκηνό ύφασμα
EL
Υφασμάτινο κάλυμμα τραπεζιού φτιαγμένο από δαμασκηνό ύφασμα, από πολυτελές ύφασμα με χρυσόχρωμη ή αργυρόχρωμη διακόσμηση στην ύφανση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Υφασμάτινο κάλυμμα τραπεζιού φτιαγμένο από δαμασκηνό ύφασμα, από πολυτελές ύφασμα με χρυσόχρωμη ή αργυρόχρωμη διακόσμηση στην ύφανση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet