bn:00025153n
Noun Concept
EL
χορευτής  επαγγελματίας χορεύτρια  χορευτικός
EL
Αυτός που κινεί ρυθμικά το σώμα και τα μέλη του, σύμφωνα με τη μουσική, ο χορευτής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources