bn:00025354n
Noun Concept
Categories: Δηλητηριώδη φυτά, Φαρμακευτικά φυτά της Βόρειας Αμερικής, Χλωρίδα της Βόρειας Αμερικής
EL
δατούρα  γένος Datura  Διαβολόχορτο  datura
EL
Γένος δικοτυλήδονων που περιλαμβάνει τη λευκαγκάθα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Γένος δικοτυλήδονων που περιλαμβάνει τη λευκαγκάθα Greek Open Multilingual WordNet
Η Δατούρα είναι γένος που περιλαμβάνει εννέα είδη τοξικών ανθοφόρων φυτών. Wikipedia
PART OF
HAS FRUIT TYPE
PARENT TAXON
TAXON RANK
MEMBER MERONYM
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations
EL