bn:00025463n
Noun Concept
EL
σοκ  λήθαργος  σάστισμα  λήθαργο  οξεία αντίδραση στρες
EL
Κλονισμός που οφείλεται σε κάποιο ξαφνικό και συνήθως δυσάρεστο γεγονός Greek Open Multilingual WordNet
English:
emotion
psychological
Definitions
Relations
Sources
EL
Κλονισμός που οφείλεται σε κάποιο ξαφνικό και συνήθως δυσάρεστο γεγονός Greek Open Multilingual WordNet
Παθολογικός ύπνος, πολύ βαθύς και συνεχής, που αποτελεί σύμπτωμα διάφορων (κυρ. εγκεφαλικών) νόσων Wikidata