bn:00025464n
Noun Concept
EL
σάστισμα
EL
Όταν κάποιος παθαίνει σύγχυση, αμηχανία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Όταν κάποιος παθαίνει σύγχυση, αμηχανία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet