bn:00025496n
Noun Concept
Categories: Χριστιανικοί θρησκευτικοί τίτλοι και βαθμοί
EL
διάκονος  deaconate  διάκονοι  διακονία  μόνιμη διάκονος
EL
Ο όρος διάκονος σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Wikipedia
English:
church
Definitions
Relations
Sources