bn:00025616n
Noun Concept
EL
αποβίβαση
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποβιβάζω, το κατέβασμα από συγκοινωνιακό μέσο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποβιβάζω, το κατέβασμα από συγκοινωνιακό μέσο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations