bn:00025779n
Noun Concept
EL
ελάττωση  μείωση
EL
Η ποσότητα κατά την οποία ελαττώνεται κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ποσότητα κατά την οποία ελαττώνεται κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet