bn:00025865n
Noun Concept
EL
ελάττωμα
EL
Ατέλεια, ελάττωμα, πρόβλημα στην κατασκευή ή τη λειτουργία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ατέλεια, ελάττωμα, πρόβλημα στην κατασκευή ή τη λειτουργία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet