bn:00026015n
Noun Concept
EL
αργοπορία  καθυστέρηση  χρονοτριβή
EL
Η ενέργεια του καθυστερώ, του να μην πραγματοποιεί κάποιος κάτι την προκαθορισμένη χρονική στιγμή, διάστημα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του καθυστερώ, του να μην πραγματοποιεί κάποιος κάτι την προκαθορισμένη χρονική στιγμή, διάστημα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet