bn:00026175n
Noun Concept
Categories: Συνδικαλισμός
EL
διαδήλωση  Πορεία  πολιτικές συγκεντρώσεις  πολιτική διαδήλωση  πολιτική συγκέντρωση
EL
Μαζική, δημόσια και οργανωμένη προβολή ενός αιτήματος ή μιας διεκδίκησης Greek Open Multilingual WordNet
English:
people
political
protest
Definitions
Relations
Sources
EL
Μαζική, δημόσια και οργανωμένη προβολή ενός αιτήματος ή μιας διεκδίκησης Greek Open Multilingual WordNet
Διαδήλωση είναι η μαζική δράση μιας ομάδας ανθρώπων υπέρ μιας συγκεκριμένης πολιτικής, εναντίον ενός νομοσχεδίου ή έκφρασης δυσαρέσκειας, ως επί το πλείστον για την τρέχουσα κατάσταση της χώρας. Wikipedia