bn:00026239n
Noun Concept
EL
κάτοικος  κάτοικο
EL
Αυτός που διαμένει σ' έναν τόπο, που έχει την κατοικία του σ' αυτόν Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που διαμένει σ' έναν τόπο, που έχει την κατοικία του σ' αυτόν Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations