bn:00026295n
Noun Concept
EL
αποσμητικό  deodourant  αποσμητικά
EL
Παρασκεύασμα σε υγρή, στερεά ή αέρια μορφή (σπρέι), που καταπολεμεί την κακοσμία του ιδρώτα ( λ.χ. στις μασχάλες) ή εμποδίζει την εφίδρωση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Παρασκεύασμα σε υγρή, στερεά ή αέρια μορφή (σπρέι), που καταπολεμεί την κακοσμία του ιδρώτα ( λ.χ. στις μασχάλες) ή εμποδίζει την εφίδρωση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations