bn:00026362n
Noun Concept
EL
αποτριχωτικό  αποτρίχωση  αποτρίχωσης  αποτριχωτικός  συσκευή αποτρίχωσης
EL
Καλλυντικό που χρησιμοποιείται για την προσωρινή αφαίρεση τριχών από διάφορα σημεία του σώματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καλλυντικό που χρησιμοποιείται για την προσωρινή αφαίρεση τριχών από διάφορα σημεία του σώματος Greek Open Multilingual WordNet