bn:00026387n
Noun Concept
EL
σταθμός μεταφορών  τερματικός σταθμός
EL
Σταθμός όπου μεταφορικά οχήματα επιβιβάζουν ή αποβιβάζουν επιβάτες ή φορτώνουν και ξεφορτώνουν προϊόντα Greek Open Multilingual WordNet
English:
railway
railroad
Definitions
Relations
Sources