bn:00026409n
Noun Concept
EL
χαμήλωμα
EL
(αστρονομία) η γωνιακή απόσταση κάτω από τον ορίζοντα κυρίως ενός ουράνιου αντικειμένου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(αστρονομία) η γωνιακή απόσταση κάτω από τον ορίζοντα κυρίως ενός ουράνιου αντικειμένου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet