bn:00026481n
Noun Concept
Categories: Αλεβιτισμός, Ασκητισμός
EL
δερβίσης  ντερβίσης  Δερβίσηδες  Ντερβίς  derwish
EL
Μουσουλμάνος μοναχός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και ζει με υποχρεωτική πενία και αγαμία σε ασκητικά κέντρα (τεκέδες) ή και μέσα στον κόσμο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μουσουλμάνος μοναχός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και ζει με υποχρεωτική πενία και αγαμία σε ασκητικά κέντρα (τεκέδες) ή και μέσα στον κόσμο Greek Open Multilingual WordNet
Με τον όρο δερβίσης ή ντερβίς εννοείται κυριολεκτικά ο ζητιάνος, έτσι όπως τουλάχιστον απορρέει από τον περσικό όρο νταρβίς ή νταρβές, για τον θρησκευτικό επαίτη, που καθιερώθηκε στον ύστερο 16ο αιώνα στην Ανατολή. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations