bn:00026622n
Noun Concept
EL
λεπτομέρεια  σημείο
EL
Ένα μικρό, μεμονωμένο μέρος ενός μεγαλύτερου όλου, ένα μεμονωμένο τμήμα μιας ευρύτερης ενότητας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ένα μικρό, μεμονωμένο μέρος ενός μεγαλύτερου όλου, ένα μεμονωμένο τμήμα μιας ευρύτερης ενότητας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations