bn:00026661n
Noun Concept
EL
παράκαμψη  παρακαμπτήρια οδός  έμμεσο τρόπο
EL
Παρακαμπτήριος δρόμος που χρησιμοποιείται κυρίως όταν ο βασικός δρόμος είναι μπλοκαρισμένος Greek Open Multilingual WordNet
English:
road
Definitions
Relations
Sources
EL
Παρακαμπτήριος δρόμος που χρησιμοποιείται κυρίως όταν ο βασικός δρόμος είναι μπλοκαρισμένος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations