bn:00026846n
Noun Concept
Categories: Στοιχειώδης γεωμετρία, Γεωμετρικά μεγέθη
EL
διάμετρος
EL
Η λέξη διάμετρος σημαίνει μέτρηση συμμετρικών αποστάσεων εκατέρωθεν ενός σημείου. Wikipedia
English:
symbol
geometry
Definitions
Relations
Sources
EL
Η λέξη διάμετρος σημαίνει μέτρηση συμμετρικών αποστάσεων εκατέρωθεν ενός σημείου. Wikipedia
Ευθύγραμμο τμήμα που διέρχεται από το κέντρο ενός κύκλου και ενώνει δύο σημεία στην περιφέρεια αυτού Wikidata
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary