bn:00027042n
Noun Concept
EL
δυσκολία
EL
Παράγοντας που προκαλεί δυσκολία στην επίτευξη ενός στόχου, ενός επιθυμητού αποτελέσματος ή που μπορεί να επιφέρει αρνητικό αποτέλεσμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Παράγοντας που προκαλεί δυσκολία στην επίτευξη ενός στόχου, ενός επιθυμητού αποτελέσματος ή που μπορεί να επιφέρει αρνητικό αποτέλεσμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations