bn:00027253n
Noun Concept
EL
ιαπωνικός διόσπυρος  diospyros kaki  ιαπωνικά λωτός
EL
Μικρό φυλλοβόλο ασιατικό δέντρο που φέρει μεγάλους κόκκινους ή πορτοκαλί εδώδιμους καρπούς με στυφή γεύση Greek Open Multilingual WordNet
English:
fruit
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρό φυλλοβόλο ασιατικό δέντρο που φέρει μεγάλους κόκκινους ή πορτοκαλί εδώδιμους καρπούς με στυφή γεύση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations