bn:00027415n
Noun Concept
EL
μειονέκτημα  έλλειψη
EL
Η αρνητική ιδιότητα, η κακή πλευρά, το αρνητικό σημείο (σε πράγμα ή πρόσωπο) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η αρνητική ιδιότητα, η κακή πλευρά, το αρνητικό σημείο (σε πράγμα ή πρόσωπο) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations